στανικός

στανικός
-ή, -ό, Ν [στανιό]
1. αυτός που γίνεται με το στανιό, με καταναγκασμό
2. (διαλ. φρ.) «έσμιξες στανικές» — ακούσιοι γάμοι.
επίρρ...
στανικά και στανικώς Ν
με το στανιό, με εξαναγκασμό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • στανικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που γίνεται με τη βία, εξαναγκαστικός: Ένα τέτοιο στανικό γάμο δεν τον ήθελε ποτέ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ινδο(υ)στανικός — ή, ό που ανήκει ή αναφέρεται στο Ινδο(υ)στάν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”